"Το Κουλλούριν"
Τραγούδι
από τη Φωνή του Κωνσταντή Αδάμου Φάρκωνα.

“Το Κουλλούριν”, ή το Τραγούδι της Ανάστασης, είναι ένα είδος αναστάσιμου ύμνου, που συνδυάζει το θρησκευτικό στοιχείο με την κοινωνική και οικογενειακή ευλογία.
Είναι γεμάτο ποιητικές εικόνες και παραδοσιακές ευχές για υγεία, μακροζωία και προστασία από τον Θεό.
Ξεκινά με την εικόνα ενός πουλιού που βγαίνει από τον Τάφο του Χριστού, συμβολίζοντας την Ανάσταση.
Το πουλί γράφει και μιλάει, φέρνοντας το χαρμόσυνο μήνυμα της Ανάστασης.
Περιγράφει ένα αρχοντικό σπίτι, με μαρμάρινες αυλές και ασημένιες πόρτες, όπου κοιμάται ο αφέντης και η οικογένειά του.
Έπειτα, ακολουθεί η πρόσκληση προς τον αφέντη να ξυπνήσει, να λουστεί και να ετοιμαστεί για να πάει στην εκκλησία και να ακούσει από τους ιερείς, τους “δασκάλους”, τον Καλόν Λόον (το μήνυμα της Ανάστασης).
Οι καμπάνες σημαίνουν και το μήνυμα της Ανάστασης μεταφέρεται από την Ανατολή στη Δύση.
Στο τέλος, δίνονται ευχές για μακροημέρευση, υγεία και προστασία από τον Χριστό, την Παναγία και τον Αρχάγγελο Μιχαήλ.
Που το δύμμαν του ήλιου ως την ώρα του Καλού Λόου εγυρίζαμεν με δκιολίν εις τα σπίθκια τζ̆ιαι ετραουδούσαμεν "Το Κουλλούριν". Ο ένας ετραούδαν το τζ̆ι ο άλλος εκράτεν το καλάθιν τζ̆ιαι ερίχναν μας μέσα αυκά κότσ̆ινα, γλυσταρκές τζ̆αι βλαούνες. Τούτον εν’ Το Τραούδιν της Ανάστασης.
Ετραουδούσαμεν το τζιαι στες Καλύφες της Λαμπρής Υστερόττερα ετραουδούσαν το στες γειτονιές την Κυριακήν της Λαμπρής οι πρόσκοποι, τζ̆ιαι με το Χριστός Ανέστη επιάναν αυκά.Από τη ΦΩΝΗ της λαϊκής παράδοσης
Έναν πουλλίν εξέβαινεν που του Χριστού τον τάφον,
έκαμνεν τα φτερούδκια του χαρτίν τζ̆αι καλαμάριν·
το καλαμάριν έγραφεν τζ̆αι το χαρτίν ελάλεν,
Καλώς ήρτες στ’ αφέντη μας του πολλοχρονημένου,
που ’χει αυλές μαρμαρωτές και πόρτες ασημένες·
οι πόρτες έν’ με την ψυχήν τζ̆ι οι τοίχοι με τον τόρνον,
στο παναθυροκάμαρον κρέμμεται το λοβάριν,
εις τον αττόν του λαβαρκού τσ̆οιμάται νιος αφέντης·
εις την δεξιάν του την μερκάν τσ̆οιμούνται τα παιδκιά του
κι εις την αριστερούλλαν του κοιμάται ποθητή του,
εις το προσκεφαλάκιν του η έλεινή του μάνα.
Ξύπνα, αφέντη, να λουθείς τζ̆αι ξύπνα για ν’ αλλάξεις,
οι νεκκλησ̆ιές σημαίνουσιν κι οι Αποστόλοι ψάλλουν,
η νεκκλησ̆ιά καθολική για λλόου σου απομένει.
Η κίσσα φέρνει το νερόν κι η φάσσα το σαπούνιν,
η πέρδικα η πλουμιστή φέρνει τ’ αλλαξιμάριν·
πέντε σύρνουν στο φαρίν, συν έξι στο κοντάριν,
δεκαχτώ τες σκάλες σου, αφέντη καβαλλάρη.
Άρχος εκαλλίτσ̆εψεν στην νεκκλησ̆ιάν να πάει,
ν’ ακούσει τον Καλόν Λόον, που λέσιν οι δασκάλοι·
ότ’ αναστήθην ο Χριστός, είναι χαρά μεγάλη.
Φακκά καμπάνα βράγκικη, ρωμαίικον σημαντήριν,
σημαίνουν στην Ανατολήν και πολοάται Δύση.
Είπαμεν τ’ αφέντη μας, να πούμεν της κυράς μας,
Κυρά μαρμαροτράχηλη κι αργυροπιγουνάτη,
κυρά μου, στο πιγούνιν σου ο νήλιος ανατέλλει,
και στο καμαροβρύιν σου γείρνει και βασιλεύει·
πρόσταξε τες μαγδάες σου να πά’ να μας πληρώσουν.
Χριστός ανέστη εκ νεκρών τον θάνατον πατήσας.
Μα την Αγίαν Τσ̆ερκατσ̆ήν, μα τον Καλόν τον Λόγον,
εμείς καλώς σας ηύραμεν, να ζούμεν και του χρόνου,
πολλούς χρόνους καιράμενους κι εσείς και τα παιδκιά σας,
αντάν να γείρνουν τα βουνά, να μένουν τα παιδικιά σας,
αντάν να στέκουν τα βουνά, να στέκει κι αφεγκιά σας,
η Παναγία τζ̆ι ο Χριστός να ’ναι βοήθειά σας,
ο Μιχαήλ Αρκάντζ̆ελος δεξιά κι αριστερά σας.
Εις έτη πολλά και αύριον με είαν.
Και Καλόν Πάσχαν.